- οίαξ
- Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν έφυγε από την Τροία, πήγε στην Πελοπόννησο και έπεισε τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα να σκοτώσουν τον Αγαμέμνονα, αλλά σκοτώθηκε και αυτός από τον Πυλάδη.
* * *και οίακας, ο (Α οἴαξ, ιων. τ. οἴηξ)1. η λαβή τού πηδαλίου, μοχλός που χρησιμεύει στη μετακίνηση τού πηδαλίου, το δοιάκι («οἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος», Πλάτ.)2. (κατ' επέκτ.) το πηδάλιο, το τιμόνι («οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεώς», Αισχύλ.)3. μτφ. διακυβέρνηση, διοίκηση, διεύθυνση («ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν», Αισχύλ.)νεοελλ.ανατ. εμβρυϊκός σχηματισμός που κατευθύνει τον όρχη κατά την κάθοδο του στο όσχεο και που κατά την μετεμβρυϊκή ζωή διατηρείται με τη μορφή τού οσχεϊκού συνδέσμουαρχ.στον πληθ. οἱ οἴηκεςμτφ. κρίκοι πάνω στον ζυγό τής άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα ηνία που κατευθύνουν τα υποζύγια, όπως ο οίακας κατευθύνει το πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴαξ είναι παράγωγο σε -αξ (< IE *-āk-), πρβλ. πόρπᾱξ, τρόπηξ, ενός θέματος σε *-ο- η σε *-ᾱ- που μαρτυρείται στο φινοουγγρ. δάνειο από τη Βαλτική aisa «υποστήριγμα φορείου» (ΙΕ *oisā-, *oiso-). Στο ίδιο θέμα ανάγονται πιθ. και τα σλοβεν. oje, ojesa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsa «τιμόνι», αβεστ. aēsa «αλέτρι» και χετιττ. hišša, «τιμόνι». Στην Ελληνική η λ. οἴαξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το τιμόνι τού πλοίου (πρβλ. και λ. ιστός). Από το υποκορ. οιάκιον τού οἴαξ σχηματίστηκε με παρετυμολογική επίδραση τού διοικώ και ο τ. δοιάκι*].
Dictionary of Greek. 2013.